πυροφόρος

πυροφόρος
πῠρο-φόρος, , ([etym.] πῦρ) in pl.,
A inflammatory missiles, Ph.Bel.91.41, 94.8; engines which discharge such missiles, ib.95.20.
II sg., bearer of sacrificial fire, at Epidaurus, IG42(1).400, al.; at Argos, SIG735.13 (i B.C.); written πουροφόρος, πυρωφώρος, IG5(1).997, 1021 ([place name] Laconia).
2 v.l. for πυρφόρος 11.2b (q.v.).
------------------------------------
πῡροφόρος, ον, ([etym.] πυρός)
A wheat-bearing,

ἄρουρα Il.12.314

;

ἄρουραι 14.123

, Simon.15; πεδίον, πεδία, Il.21.602, E.Ph.644 (lyr.);

πεδιάς Ph. 2.117

;

Λιβύα Pi.I.4(3).54

;

γῆ Sol.24.2

, Thphr.CP3.21.2, PSI4.432.4 (iii B.C.);

Γέλα A.Eleg.4

; cf. πυρηφόρος.
II ἀὴρ π. air promoting the growth of wheat, Hes.Op.549 (nisi leg. πυροφόροις . . ἐπὶ ἔργοις).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυροφόρος — πυροφόρος, α, ο και πυρφόρος, α, ο αυτός που έχει ή παράγει φωτιά: Πυροφόρα σώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… …   Dictionary of Greek

  • πυροφόρος — πῡροφόρος , πυροφόρος inflammatory missiles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροφορώ — (I) έω, Α [πυροφόρος (Ι)] είμαι πυροφόρος, είμαι ιερέας υπεύθυνος για τη διατήρηση τής ιερής για τις θυσίες φωτιάς («πυροφορήσας Ἀσκληπιοῡ», επιγρ.). (II) έω, Α [πυροφόρος (II)] (για χώρα ή εδαφική έκταση) φέρω, δηλαδή παράγω, σιτάρι, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… …   Dictionary of Greek

  • πυροφόρον — πῡροφόρον , πυροφόρος inflammatory missiles masc/fem acc sg πῡροφόρον , πυροφόρος inflammatory missiles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕЛА —    • Gela,          ˝Γέλα, город на южном берегу Сицилии, на реке того же имени (ныне Fiume Oliva), основанный вместе Антифемом из Линдоса на острове Родосе и Ентимом из Криты (690 или 689 г. до Р. X.) и, следовательно, державшийся дорических… …   Реальный словарь классических древностей

  • PYRASUS — vir Troianus, ab Aiace bellô interfectus. Homerus. Item urbs Phthiae Stephano sic dicta, quod regio sit πυροφόρος, i. e. tritici ferax …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYROPHORI — Graece πυροφόροι iidem nonnullis videntur cum Frumentariis; hanc eius appellationis causam reddentibus, quod ex horreis publicis frumentum, quod civibus praebebant certâ mensurâ, in domos portarent. Sed Frumentarii non ii erant, qui frumentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ελατηρίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Οι ε. έχουν επίμηκες σώμα (από ένα έως μερικά εκατοστά), μικρό κεφάλι και κοντά πόδια. Στην κοιλιακή επιφάνεια του προθώρακα διαθέτουν μια προεξοχή, η οποία μπορεί να εισέρχεται σε μία κοιλότητα του… …   Dictionary of Greek

  • πουροφόρος — ο, Α βλ. πυροφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”