πυροφόρος — πυροφόρος, α, ο και πυρφόρος, α, ο αυτός που έχει ή παράγει φωτιά: Πυροφόρα σώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… … Dictionary of Greek
πυροφόρος — πῡροφόρος , πυροφόρος inflammatory missiles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροφορώ — (I) έω, Α [πυροφόρος (Ι)] είμαι πυροφόρος, είμαι ιερέας υπεύθυνος για τη διατήρηση τής ιερής για τις θυσίες φωτιάς («πυροφορήσας Ἀσκληπιοῡ», επιγρ.). (II) έω, Α [πυροφόρος (II)] (για χώρα ή εδαφική έκταση) φέρω, δηλαδή παράγω, σιτάρι, είμαι… … Dictionary of Greek
πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… … Dictionary of Greek
πυροφόρον — πῡροφόρον , πυροφόρος inflammatory missiles masc/fem acc sg πῡροφόρον , πυροφόρος inflammatory missiles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕЛА — • Gela, ˝Γέλα, город на южном берегу Сицилии, на реке того же имени (ныне Fiume Oliva), основанный вместе Антифемом из Линдоса на острове Родосе и Ентимом из Криты (690 или 689 г. до Р. X.) и, следовательно, державшийся дорических… … Реальный словарь классических древностей
PYRASUS — vir Troianus, ab Aiace bellô interfectus. Homerus. Item urbs Phthiae Stephano sic dicta, quod regio sit πυροφόρος, i. e. tritici ferax … Hofmann J. Lexicon universale
PYROPHORI — Graece πυροφόροι iidem nonnullis videntur cum Frumentariis; hanc eius appellationis causam reddentibus, quod ex horreis publicis frumentum, quod civibus praebebant certâ mensurâ, in domos portarent. Sed Frumentarii non ii erant, qui frumentum… … Hofmann J. Lexicon universale
ελατηρίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Οι ε. έχουν επίμηκες σώμα (από ένα έως μερικά εκατοστά), μικρό κεφάλι και κοντά πόδια. Στην κοιλιακή επιφάνεια του προθώρακα διαθέτουν μια προεξοχή, η οποία μπορεί να εισέρχεται σε μία κοιλότητα του… … Dictionary of Greek
πουροφόρος — ο, Α βλ. πυροφόρος … Dictionary of Greek